- στεατίτης
- Πυριτικό ορυκτό, ποικιλία του τάλκη, που συνήθως εμφανίζεται σε κρυπτο-κρυσταλλικά συσσωματώματα. Είναι επίσης γνωστός με την ονομασία ορεόστεαρ ή σαπωνόλιθος. Έχει σκληρότητα 1,0-1,5, ειδικό βάρος 2,6-2,8 και τα χρώματα του ποικίλλουν (άσπρο, γκριζοπράσινο, γκρίζο, κοκκινό-ασπρο). Η άσπρη ποικιλία του σ. είναι το γνωστό «σαπουνάκι», με το οποίο οι μοδίστρες σημαδεύουν πάνω στο ύφασμα· χρησιμοποιείται ακόμα στη φαρμακευτική, στο γράψιμο πάνω σε πίνακα αντί για κιμωλία, ως μονωτικό υλικό στην ηλεκτρολογία κλπ. Στην Ελλάδα βρίσκεται σε ορισμένα μέρη, όπως στην Τήνο, την Κρήτη κ.α. Στην τέχνη της αρχαιότητας βρήκε τη χρήση του για την κατασκευή αγγείων, λυχνιών, σφραγίδων, αγαλματίων κ.ά., ιδιαίτερα στο μινωικό πολιτισμό.
* * *(I)ο, ΝΑνεοελλ.βασικό πυριτικό ορυκτό τού μαγνησίου που αποτελεί συμπαγή μορφή τού τάλκηαρχ.(κατά τον Ησύχ.) «στεάτινος, πίων, σταίτινος».[ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, -ατος + επίθημα -ίτης (πρβλ. σταφυλ-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.